ψευδοκλητείας

ψευδοκλητείας
ψευδοκλητείᾱς , ψευδοκλητεία
the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons
fem acc pl
ψευδοκλητείᾱς , ψευδοκλητεία
the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοκλητεία — και ψευδοκλητία, ἡ, Α [ψευδοκλητεύω] φρ. «ψευδοκλητείας γραφή» (αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον τού ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”